Καμμιά φορά σκέπτομαι τι ξενέρωτος αποστειρωμένος κόσμος είναι αυτός που ζούμε. Όλα στην συσκευασία τους την διάφανη, την καθαρή, την αεροστεγώς κλεισμένη. Όλα περασμένα με Ντετόλ και χλωρίνη, ωραία και καθαρά, δήθεν υγιεινά, δήθεν ασφαλή... μια ασφάλεια στο κουτί, σφραγισμένη γερά, μην πάρει αέρα, μην χυθεί έξω, μην χαλάσει, μην μολυνθεί... Όλα εν-τάξει, όλα στην εντέλεια, όλα νοικοκυρεμένα. Όλα γρήγορα, εύκολα, άνετα, χωρίς κόπο, δίχως μεράκι. Δίχως ρίσκο.
Όλα δήθεν.
Φαγητά σφραγισμένα, καρδιές κλειστές, γραφεία και σπίτια με σιδερένιες πόρτες και κάμερες, κάμερες και στους δρόμους, κάγκελα στις αυλές, κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού...
Και μετά θυμάμαι τον πατέρα μου πριν μερικά χρόνια που πατούσαμε σταφύλια, και μου έλεγε ότι ο μούστος είναι τόσο ωραίος γιατί βάζεις τα πόδια σου μέσα. Και τώρα το καταλαβαίνω. Ο μούστος είναι ωραίος γιατί τον πατάς με τα πόδια, το φαγητό είναι ωραίο γιατί βάζεις μέσα τα χέρια σου, το σκίτσο είναι ωραίο γιατί γεμίζεις γραφίτες, η δημιουργία είναι ωραία γιατί βάζεις μέσα τον εαυτόν σου. Η αγάπη, η ζωή, λένε μόνο αν βάλεις την ψυχή σου.
Έφτιαξα κέηκ το πρωί. Το έφτιαξα όπως έφτιαχνε ο πατέρας μου τον μούστο. Χωρίς hi-tech συσκευές και ρομποτάκια και μίξερ. Έβαλα μέσα τα χέρια μου, μέχρι τον αγκώνα, γέμισα αλεύρι και ζάχαρη και σοκολάτα, χέρια, ρούχα, μούτρα, παντού, γέμισε και η κουζίνα, έγλυφα μετά τις κουτάλες και τα δάκτυλά μου. Γέλασα με την καρδιά μου σαν παιδί.
Και μετά απλώς τα καθάρισα όλα... για να τα πασαλείψω με κάτι άλλο.